- τουατάρα
- ο, Νζωολ. κοινή τοπική ονομασία τού σφηνόδοντος, μοναδικού αρτίγονου ερπετού τής τάξης ρυγχοκέφαλα, το οποίο θεωρείται ζωντανό απολίθωμα επειδή παραμένει μορφολογικά αναλλοίωτο για περισσότερα από 140 εκατομμύρια χρόνια και απαντά στα νησιά της Νέας Ζηλανδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tuatara < tuatara, λ. τής γλώσσας Μαορί < tua «πλάτη, πίσω» + tara «σπονδυλική στήλη»].
Dictionary of Greek. 2013.